Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmanieràto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [zmanjeˈrato] 1 στερούμενος τρόπων 2 ανάγωγος 3 αγενής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |