Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmangiucchiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [zmanʤukˈkjare] τρώω λίγο smangiucchiàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zmanʤukˈkjare] 1 τσιμπολογώ 2 δαγκώνω με μικρές μπουκιές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |