Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmantellaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zmantellaˈmento] 1 αποσύνθεση 2 ξεχαρβάλωμα 3 αποσυναρμολόγηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |