Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmonacàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zmonaˈkare] διώχνω κάποιον από την μοναστική ζωή smonacàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [zmonaˈkarsi] αφήνω την μοναστική ζωή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |