Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smonacàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zmonaˈkare]

διώχνω κάποιον από την μοναστική ζωή

smonacàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zmonaˈkarsi]

αφήνω την μοναστική ζωή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smoking smontabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smodato (επίθ.)
smoderatamente (επίρ.)
smoderatezza (θηλ.ουσ)
smog (ουσ αρσ )
smoking (ουσ αρσ )
smonacare (ρ. μτβ.)
smonacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smontabile (επίθ.)
smontaggio (ουσ αρσ )
smontare (ρ.αμτβ.)
smontare (ρ. μτβ.)
smontarsi (ρ.μ. (αντων.))
smontatura (θηλ.ουσ)
smorfia (θηλ.ουσ)
smorfiosamente (επίρ.)
smorfioso (ουσ αρσ )
smorfioso (επίθ.)
smorto (επίθ.)
smorzando (επίρ.)
smorzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---