Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smontàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zmonˈtare]

(scendere)

smontàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zmonˈtare]

λύνω, ντεμοντάρω, αποσυναρμολογώ

smontarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zmonˈtarsi]

1 απελπίζομαι
2 απογοητεύομαι
3 αποθαρρύνομαι
4 χάνω τον ενθουσιασμό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smontaggio smontatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smoking (ουσ αρσ )
smonacare (ρ. μτβ.)
smonacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smontabile (επίθ.)
smontaggio (ουσ αρσ )
smontare (ρ.αμτβ.)
smontare (ρ. μτβ.)
smontarsi (ρ.μ. (αντων.))
smontatura (θηλ.ουσ)
smorfia (θηλ.ουσ)
smorfiosamente (επίρ.)
smorfioso (ουσ αρσ )
smorfioso (επίθ.)
smorto (επίθ.)
smorzando (επίρ.)
smorzare (ρ. μτβ.)
smorzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smorzato (επίθ.)
smorzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smorzatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---