Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soffermàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sofferˈmare]

1 σταματώ
2 κρατώ
3 αναχαιτίζω

soffermarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sofferˈmarsi]

1 χασομερώ
2 αργώ να δράσω
3 χρονοτριβώ
4 γυροφέρνω
5 σταματώ για λίγο
6 κάνω μικρό διάλειμμα
7 καθυστερώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sofferenza sofferto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sodomitico (επίθ.)
sofà (θηλ.ουσ)
sofferente (ουσ αρσ και θηλ.)
sofferente (επίθ.)
sofferenza (θηλ.ουσ)
soffermare (ρ. μτβ.)
soffermarsi (ρ.μ. (αντων.))
sofferto (επίθ.)
soffiaggio (ουσ αρσ )
soffiare (ρ.αμτβ.)
soffiare (ρ. μτβ.)
soffiata (θηλ.ουσ)
soffiatore (ουσ αρσ )
soffiatrice (θηλ.ουσ)
soffiatura (θηλ.ουσ)
soffice (επίθ.)
sofficità (θηλ.ουσ)
soffieria (θηλ.ουσ)
soffietto (ουσ αρσ )
soffio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---