Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soffiatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soffjaˈtriʧe]

μηχανή υαλουργίας (που φυσάει το γυαλί)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soffiatore soffiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soffiaggio (ουσ αρσ )
soffiare (ρ.αμτβ.)
soffiare (ρ. μτβ.)
soffiata (θηλ.ουσ)
soffiatore (ουσ αρσ )
soffiatrice (θηλ.ουσ)
soffiatura (θηλ.ουσ)
soffice (επίθ.)
sofficità (θηλ.ουσ)
soffieria (θηλ.ουσ)
soffietto (ουσ αρσ )
soffio (ουσ αρσ )
soffione (ουσ αρσ )
soffitta (θηλ.ουσ)
soffittare (ρ. μτβ.)
soffittatura (θηλ.ουσ)
soffitto (ουσ αρσ )
soffocante (επίθ.)
soffocare (ρ.αμτβ.)
soffocare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---