Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsoffiatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [soffjaˈtura] 1 τρύπα σε μέταλλο (από φουσκάλα) 2 θύλακας αερίου 3 φύσημα 4 φύσημα διαμόρφωσης γυαλιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |