Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soffiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soffjaˈtura]

1 τρύπα σε μέταλλο (από φουσκάλα)
2 θύλακας αερίου
3 φύσημα
4 φύσημα διαμόρφωσης γυαλιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soffiatrice soffice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soffiare (ρ.αμτβ.)
soffiare (ρ. μτβ.)
soffiata (θηλ.ουσ)
soffiatore (ουσ αρσ )
soffiatrice (θηλ.ουσ)
soffiatura (θηλ.ουσ)
soffice (επίθ.)
sofficità (θηλ.ουσ)
soffieria (θηλ.ουσ)
soffietto (ουσ αρσ )
soffio (ουσ αρσ )
soffione (ουσ αρσ )
soffitta (θηλ.ουσ)
soffittare (ρ. μτβ.)
soffittatura (θηλ.ουσ)
soffitto (ουσ αρσ )
soffocante (επίθ.)
soffocare (ρ.αμτβ.)
soffocare (ρ. μτβ.)
soffocato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---