Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soffiétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sofˈfjetto]

1 χαφιές
2 διαφήμιση
3 τσάτσος
4 μαρτυριάρης
5 σπιούνος
6 ρεκλάμα
7 μηχάνι
8 φυσερό
9 συσκευή που φυσάει αέρα
10 πτυσσόμενο τμήμα κάμερας
11 κάλυμμα καρότσας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soffieria soffio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soffiatrice (θηλ.ουσ)
soffiatura (θηλ.ουσ)
soffice (επίθ.)
sofficità (θηλ.ουσ)
soffieria (θηλ.ουσ)
soffietto (ουσ αρσ )
soffio (ουσ αρσ )
soffione (ουσ αρσ )
soffitta (θηλ.ουσ)
soffittare (ρ. μτβ.)
soffittatura (θηλ.ουσ)
soffitto (ουσ αρσ )
soffocante (επίθ.)
soffocare (ρ.αμτβ.)
soffocare (ρ. μτβ.)
soffocato (επίθ.)
soffocazione (θηλ.ουσ)
soffondere (ρ. μτβ.)
soffondersi (ρ.μ. (αντων.))
soffreddare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---