Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soffiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sofˈfjare]

1 πνέω
2 ρουθουνίζω
3 ξεφυσώ
4 ασθμαίνω
5 κοντανασαίνω
6 αποκαλύπτω πληροφορίες αδιάκριτα
7 βγάζω στη φόρα μυστικά
8 λαχανιάζω
9 πνευστιώ
10 αναπνέω ορμητικά
11 φυσομανώ
12 φυσώ
13 αναρριπίζω
14 εκπνέω βίαια
15 λαχανιάζω
16 βαριανασαίνω
17 διαπνέω
18 εμφυσώ

soffiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sofˈfjare]

φυσώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soffiaggio soffiata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sofferenza (θηλ.ουσ)
soffermare (ρ. μτβ.)
soffermarsi (ρ.μ. (αντων.))
sofferto (επίθ.)
soffiaggio (ουσ αρσ )
soffiare (ρ.αμτβ.)
soffiare (ρ. μτβ.)
soffiata (θηλ.ουσ)
soffiatore (ουσ αρσ )
soffiatrice (θηλ.ουσ)
soffiatura (θηλ.ουσ)
soffice (επίθ.)
sofficità (θηλ.ουσ)
soffieria (θηλ.ουσ)
soffietto (ουσ αρσ )
soffio (ουσ αρσ )
soffione (ουσ αρσ )
soffitta (θηλ.ουσ)
soffittare (ρ. μτβ.)
soffittatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---