Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsoffocàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [soffoˈkato] 1 στραγγαλισμένος 2 καταπιεσμένος 3 που έχει κατασταλεί 4 πνιχτός 5 πνιγμένος 6 ασφυκτιών 7 καταπνιγμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |