Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soffocazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soffokatˈtsjone]

1 πνιγμονή
2 δυσφορία από έλλειψη αναπνοής
3 κατάπνιξη
4 ασφυξία
5 πνιγμός λόγω ασφυξίας
6 πνίξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soffocato soffondere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soffitto (ουσ αρσ )
soffocante (επίθ.)
soffocare (ρ.αμτβ.)
soffocare (ρ. μτβ.)
soffocato (επίθ.)
soffocazione (θηλ.ουσ)
soffondere (ρ. μτβ.)
soffondersi (ρ.μ. (αντων.))
soffreddare (ρ.αμτβ.)
soffreddare (ρ. μτβ.)
soffreddarsi (ρ.μ. (αντων.))
soffregamento (ουσ αρσ )
soffregare (ρ. μτβ.)
soffribile (αρσ. επίθ και ουσ)
soffriggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soffrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soffritto (αρσ. επίθ και ουσ)
soffusione (θηλ.ουσ)
soffuso (επίθ.)
sofia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---