Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsoffocazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [soffokatˈtsjone] 1 πνιγμονή 2 δυσφορία από έλλειψη αναπνοής 3 κατάπνιξη 4 ασφυξία 5 πνιγμός λόγω ασφυξίας 6 πνίξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |