Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sogghìgno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sogˈgiɲɲo]

1 χλευασμός
2 χαχανητό
3 καγχασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sogghignare soggiacere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soggettivo (επίθ.)
soggetto (ουσ αρσ )
soggetto (επίθ.)
soggezione (θηλ.ουσ)
sogghignare (ρ.αμτβ.)
sogghigno (ουσ αρσ )
soggiacere (ρ.αμτβ.)
soggiogamento (ουσ αρσ )
soggiogare (ρ. μτβ.)
soggiogatore (αρσ. επίθ και ουσ)
soggiornare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soggiorno (ουσ αρσ )
soggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soggiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
soggolo (ουσ αρσ )
sogguardare (ρ. μτβ.)
soglia (θηλ.ουσ)
soglio (ουσ αρσ )
sogliola (θηλ.ουσ)
sognabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---