soggólo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sogˈgolo]
1 λουρίδα καπέλου που πιάνει στο λαιμό (για να στηρίζει το καπέλο)
2 χαλινάρι λαιμού αλόγου
3 καλύπτρα (των καλογριών)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sogˈgolo]
1 λουρίδα καπέλου που πιάνει στο λαιμό (για να στηρίζει το καπέλο)
2 χαλινάρι λαιμού αλόγου
3 καλύπτρα (των καλογριών)
permalink
soggolo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android