Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soggólo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sogˈgolo]

1 λουρίδα καπέλου που πιάνει στο λαιμό (για να στηρίζει το καπέλο)
2 χαλινάρι λαιμού αλόγου
3 καλύπτρα (των καλογριών)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soggiuntivo sogguardare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soggiogatore (αρσ. επίθ και ουσ)
soggiornare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soggiorno (ουσ αρσ )
soggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soggiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
soggolo (ουσ αρσ )
sogguardare (ρ. μτβ.)
soglia (θηλ.ουσ)
soglio (ουσ αρσ )
sogliola (θηλ.ουσ)
sognabile (επίθ.)
sognante (επίθ.)
sognare (ρ.αμτβ.)
sognare (ρ. μτβ.)
sognarsi (ρ.μ. (αντων.))
sognatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sogno (ουσ αρσ )
soia (θηλ.ουσ)
soiree (θηλ.ουσ)
sol (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---