Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soggiogàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sodʤoˈgare]

1 κυριεύω
2 εκπορθώ
3 πορθώ
4 χαλιναγωγώ
5 τιθασεύω
6 υποδουλώνω
7 υποτάσσω
8 καθυποτάσσω
9 κατακτώ
10 εξανδραποδίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soggiogamento soggiogatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soggezione (θηλ.ουσ)
sogghignare (ρ.αμτβ.)
sogghigno (ουσ αρσ )
soggiacere (ρ.αμτβ.)
soggiogamento (ουσ αρσ )
soggiogare (ρ. μτβ.)
soggiogatore (αρσ. επίθ και ουσ)
soggiornare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soggiorno (ουσ αρσ )
soggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soggiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
soggolo (ουσ αρσ )
sogguardare (ρ. μτβ.)
soglia (θηλ.ουσ)
soglio (ουσ αρσ )
sogliola (θηλ.ουσ)
sognabile (επίθ.)
sognante (επίθ.)
sognare (ρ.αμτβ.)
sognare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---