Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsoggiórno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sodˈʤorno] 1 (il permanere) η διανομή 2 (vacanza) η παραμονή 3 (salotto) το σαλόνι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpermesso [αρσ.] di soggiorno = η άδεια παραμονής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |