Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soggiórno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sodˈʤorno]

1 (il permanere) η διανομή
2 (vacanza) η παραμονή
3 (salotto) το σαλόνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soggiornare soggiungere  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


permesso [αρσ.] di soggiorno = η άδεια παραμονής


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soggiacere (ρ.αμτβ.)
soggiogamento (ουσ αρσ )
soggiogare (ρ. μτβ.)
soggiogatore (αρσ. επίθ και ουσ)
soggiornare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soggiorno (ουσ αρσ )
soggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soggiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
soggolo (ουσ αρσ )
sogguardare (ρ. μτβ.)
soglia (θηλ.ουσ)
soglio (ουσ αρσ )
sogliola (θηλ.ουσ)
sognabile (επίθ.)
sognante (επίθ.)
sognare (ρ.αμτβ.)
sognare (ρ. μτβ.)
sognarsi (ρ.μ. (αντων.))
sognatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sogno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---