Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solforatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [solforaˈtriʧe]

1 εργαλείο γεωργικό για θειάφισμα
2 θειαφιστήρι
3 συσκευή θειαφίσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solforato solforatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solfonazione (θηλ.ουσ)
solfone (ουσ αρσ )
solfonico (επίθ.)
solforare (ρ. μτβ.)
solforato (επίθ.)
solforatrice (θηλ.ουσ)
solforatura (θηλ.ουσ)
solforazione (θηλ.ουσ)
solforico (επίθ.)
solforoso (επίθ.)
solfuro (ουσ αρσ )
solicello (ουσ αρσ )
solidale (επίθ.)
solidalmente (επίρ.)
solidamente (επίρ.)
solidarietà (θηλ.ουσ)
solidarismo (ουσ αρσ )
solidaristico (επίθ.)
solidarizzare (ρ.αμτβ.)
solidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---