Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solidaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [solidaˈmente]

1 στέρεα
2 σταθερά
3 ακλόνητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solidalmente solidarietà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solforoso (επίθ.)
solfuro (ουσ αρσ )
solicello (ουσ αρσ )
solidale (επίθ.)
solidalmente (επίρ.)
solidamente (επίρ.)
solidarietà (θηλ.ουσ)
solidarismo (ουσ αρσ )
solidaristico (επίθ.)
solidarizzare (ρ.αμτβ.)
solidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
solidificarsi (ρ.μ. (αντων.))
solidificazione (θηλ.ουσ)
solidità (θηλ.ουσ)
solido (ουσ αρσ )
solido (επίθ.)
soliflussione (θηλ.ουσ)
soliflusso (ουσ αρσ )
soliloquio (ουσ αρσ )
solingo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---