Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solicèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [soliˈʧɛllo]

1 ήλιος με δόντια
2 χλωμός ήλιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solfuro solidale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solforatura (θηλ.ουσ)
solforazione (θηλ.ουσ)
solforico (επίθ.)
solforoso (επίθ.)
solfuro (ουσ αρσ )
solicello (ουσ αρσ )
solidale (επίθ.)
solidalmente (επίρ.)
solidamente (επίρ.)
solidarietà (θηλ.ουσ)
solidarismo (ουσ αρσ )
solidaristico (επίθ.)
solidarizzare (ρ.αμτβ.)
solidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
solidificarsi (ρ.μ. (αντων.))
solidificazione (θηλ.ουσ)
solidità (θηλ.ουσ)
solido (ουσ αρσ )
solido (επίθ.)
soliflussione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---