ItalianoGreco


solidificàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [solidifiˈkare]

1 παγιώνω
2 στερεοποιώ
3 σκληραίνω
4 σταθεροποιώ

solidificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [solidifiˈkarsi]

1 στερεοποιούμαι
2 σταθεροποιούμαι
3 γίνομαι συμπαγής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z