Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sòlido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔlido]

στερεό σώμα

sòlido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔlido]

1 στερεός (-ή, -ό)
2 (saldo) ανθεκτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solidità soliflussione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solidarizzare (ρ.αμτβ.)
solidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
solidificarsi (ρ.μ. (αντων.))
solidificazione (θηλ.ουσ)
solidità (θηλ.ουσ)
solido (ουσ αρσ )
solido (επίθ.)
soliflussione (θηλ.ουσ)
soliflusso (ουσ αρσ )
soliloquio (ουσ αρσ )
solingo (αρσ. επίθ και ουσ)
solino (ουσ αρσ )
solipede (επίθ.)
solipsismo (ουσ αρσ )
solipsista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
solipsistico (επίθ.)
solista (ουσ αρσ και θηλ.)
solista (επίθ.)
solistico (επίθ.)
solitamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---