solidità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [solidiˈta]
1 καλή κατάσταση
2 αξιοπιστία
3 παγίωση
4 βασιμότητα
5 κύρος
6 το ανεξίτηλο (χρωμάτων υφάσματος)
7 εγκυρότητα
8 ισχύς
9 συμπαγής υφή ή κατάσταση
10 συμπαγής ηθική συμπεριφορά
11 σταθερότητα
12 στερεότητα
13 ευστάθεια
14 μονιμοποίηση
15 σταθερότητα διανοητική
16 σταθερότητα οικονομική
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [solidiˈta]
1 καλή κατάσταση
2 αξιοπιστία
3 παγίωση
4 βασιμότητα
5 κύρος
6 το ανεξίτηλο (χρωμάτων υφάσματος)
7 εγκυρότητα
8 ισχύς
9 συμπαγής υφή ή κατάσταση
10 συμπαγής ηθική συμπεριφορά
11 σταθερότητα
12 στερεότητα
13 ευστάθεια
14 μονιμοποίηση
15 σταθερότητα διανοητική
16 σταθερότητα οικονομική
permalink
solidità (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android