Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [soˈlistiko]

1 ο του σόλο
2 σολιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solista solitamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solipsismo (ουσ αρσ )
solipsista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
solipsistico (επίθ.)
solista (ουσ αρσ και θηλ.)
solista (επίθ.)
solistico (επίθ.)
solitamente (επίρ.)
solitario (ουσ αρσ )
solitario (επίθ.)
solito (ουσ αρσ )
solito (επίθ.)
solitudine (θηλ.ουσ)
sollazzamento (ουσ αρσ )
sollazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sollazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sollazzevole (επίθ.)
sollazzo (ουσ αρσ )
sollecitamente (επίρ.)
sollecitamento (ουσ αρσ )
sollecitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---