Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sollecitaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [solleʧitaˈmente]

1 με αδημονία
2 ανυπόμονα
3 άμεσα
4 γοργά
5 γρήγορα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sollazzo sollecitamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sollazzamento (ουσ αρσ )
sollazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sollazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sollazzevole (επίθ.)
sollazzo (ουσ αρσ )
sollecitamente (επίρ.)
sollecitamento (ουσ αρσ )
sollecitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sollecitato (επίθ.)
sollecitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sollecitatoria (θηλ.ουσ)
sollecitatorio (επίθ.)
sollecitazione (θηλ.ουσ)
sollecito (ουσ αρσ )
sollecito (επίθ.)
sollecitudine (θηλ.ουσ)
solleone (ουσ αρσ )
solleticamento (ουσ αρσ )
solleticante (επίθ.)
solleticare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---