Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sollazzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sollatˈtsare]

1 ψυχαγωγώ
2 διασκεδάζω

sollazzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sollatˈtsarsi]

1 διασκεδάζω
2 ξεσκάζω
3 ψυχαγωγούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sollazzamento sollazzevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solitario (επίθ.)
solito (ουσ αρσ )
solito (επίθ.)
solitudine (θηλ.ουσ)
sollazzamento (ουσ αρσ )
sollazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sollazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sollazzevole (επίθ.)
sollazzo (ουσ αρσ )
sollecitamente (επίρ.)
sollecitamento (ουσ αρσ )
sollecitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sollecitato (επίθ.)
sollecitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sollecitatoria (θηλ.ουσ)
sollecitatorio (επίθ.)
sollecitazione (θηλ.ουσ)
sollecito (ουσ αρσ )
sollecito (επίθ.)
sollecitudine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---