Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sollecitàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [solleʧiˈtare]

1 πιέζω χρεώστη
2 επιζητώ ψήφους ή παραγγελίες
3 παρακαλώ πολύ (για υπόθεση μου)
4 διπλαρώνω
5 ζητώ επίμονα
6 διεγείρω
7 υποκινώ
8 πιέζω
9 παρακινώ
10 παροτρύνω
11 εκτελώ με βιασύνη
12 σπεύδω
13 επιταχύνω
14 επισπεύδω
15 ταχύνω
16 γίνομαι φορτικός
17 δελεάζω με κακό σκοπό
18 αγρεύω
19 βιάζω
20 ωθώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sollecitamento sollecitato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sollazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sollazzevole (επίθ.)
sollazzo (ουσ αρσ )
sollecitamente (επίρ.)
sollecitamento (ουσ αρσ )
sollecitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sollecitato (επίθ.)
sollecitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sollecitatoria (θηλ.ουσ)
sollecitatorio (επίθ.)
sollecitazione (θηλ.ουσ)
sollecito (ουσ αρσ )
sollecito (επίθ.)
sollecitudine (θηλ.ουσ)
solleone (ουσ αρσ )
solleticamento (ουσ αρσ )
solleticante (επίθ.)
solleticare (ρ. μτβ.)
solletico (ουσ αρσ )
sollevabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---