Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sollecitatòria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [solleʧitaˈtɔrja]

1 παρακολούθηση συνεχής οφειλετών
2 απαίτηση πληρωμής
3 γράμμα υπενθύμισης χρέους
4 υπόμνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sollecitatore sollecitatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sollecitamente (επίρ.)
sollecitamento (ουσ αρσ )
sollecitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sollecitato (επίθ.)
sollecitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sollecitatoria (θηλ.ουσ)
sollecitatorio (επίθ.)
sollecitazione (θηλ.ουσ)
sollecito (ουσ αρσ )
sollecito (επίθ.)
sollecitudine (θηλ.ουσ)
solleone (ουσ αρσ )
solleticamento (ουσ αρσ )
solleticante (επίθ.)
solleticare (ρ. μτβ.)
solletico (ουσ αρσ )
sollevabile (επίθ.)
sollevamento (ουσ αρσ )
sollevare (ρ. μτβ.)
sollevarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---