Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sonnìloquo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sonˈnilokwo]

άνθρωπος που μιλά στον ύπνο του


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sonniloquio sonno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sonnecchiare (ρ.αμτβ.)
sonnellino (ουσ αρσ )
sonnifero (ουσ αρσ )
sonnifero (επίθ.)
sonniloquio (ουσ αρσ )
sonniloquo (ουσ αρσ )
sonno (ουσ αρσ )
sonnolento (επίθ.)
sonnolenza (θηλ.ουσ)
sonoramente (επίρ.)
sonorista (ουσ αρσ και θηλ.)
sonorità (θηλ.ουσ)
sonorizzare (ρ. μτβ.)
sonorizzazione (θηλ.ουσ)
sonoro (ουσ αρσ )
sonoro (επίθ.)
sontuosamente (επίρ.)
sontuosità (θηλ.ουσ)
sontuoso (επίθ.)
sopimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---