Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsónno, sònno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsonno], [ˈsɔnno] ο ύπνος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere sonno = νυστάζω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |