Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sonnolènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sonnoˈlɛnto]

1 αδρανής
2 οκνηρός
3 υπνωτικός
4 νωθρός
5 νωχελής
6 βραδυκίνητος
7 αργοκίνητος
8 υπναλέος
9 νυσταλέος
10 νυσταγμένος
11 ληθαργικός
12 μισοκοιμισμένος
13 κοιμισμένος
14 γλαρωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sonno sonnolenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sonnifero (ουσ αρσ )
sonnifero (επίθ.)
sonniloquio (ουσ αρσ )
sonniloquo (ουσ αρσ )
sonno (ουσ αρσ )
sonnolento (επίθ.)
sonnolenza (θηλ.ουσ)
sonoramente (επίρ.)
sonorista (ουσ αρσ και θηλ.)
sonorità (θηλ.ουσ)
sonorizzare (ρ. μτβ.)
sonorizzazione (θηλ.ουσ)
sonoro (ουσ αρσ )
sonoro (επίθ.)
sontuosamente (επίρ.)
sontuosità (θηλ.ουσ)
sontuoso (επίθ.)
sopimento (ουσ αρσ )
sopire (ρ. μτβ.)
sopito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---