Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sopraddòte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sopradˈdɔte]

1 συμπληρωματική προίκα
2 συμπληρωματική πρόσθετη προίκα
3 παράφερνα
4 πανωπροίκι
5 παραπροίκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sopraddominante sopraelencato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sopraccoda (ουσ αρσ )
sopraccolore (ουσ αρσ )
sopraccoperta (θηλ.ουσ)
sopraddetto (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraddominante (θηλ.ουσ)
sopraddote (θηλ.ουσ)
sopraelencato (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraelevare (ρ. μτβ.)
sopraelevarsi (ρ.μ. (αντων.))
sopraelevata (θηλ.ουσ)
sopraelevato (επίθ.)
sopraelevazione (θηλ.ουσ)
sopraesposto (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraffare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sopraffazione (θηλ.ουσ)
sopraffilare (ρ. μτβ.)
sopraffilo (ουσ αρσ )
sopraffinestra (θηλ.ουσ)
sopraffino (επίθ.)
sopraffusione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---