Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsopraddétto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sopradˈdetto] 1 προρρηθείς 2 αναφερθείς προηγουμένως 3 προαναφερθείς 4 προειρημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |