Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sopraccopèrta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soprakkoˈpɛrta]

1 διακοσμητικό κάλυμμα κρεβατιού
2 κάλυμμα βιβλίου
3 στρωσίδι πάνω από τις κουβέρτες
4 κλινοσκέπασμα
5 επάνω κουβέρτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sopraccolore sopraddetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sopracciglio (ουσ αρσ )
sopracciliare (επίθ.)
sopraccitato (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraccoda (ουσ αρσ )
sopraccolore (ουσ αρσ )
sopraccoperta (θηλ.ουσ)
sopraddetto (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraddominante (θηλ.ουσ)
sopraddote (θηλ.ουσ)
sopraelencato (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraelevare (ρ. μτβ.)
sopraelevarsi (ρ.μ. (αντων.))
sopraelevata (θηλ.ουσ)
sopraelevato (επίθ.)
sopraelevazione (θηλ.ουσ)
sopraesposto (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraffare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sopraffazione (θηλ.ουσ)
sopraffilare (ρ. μτβ.)
sopraffilo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---