ItalianoGreco


tempestìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tempesˈtivo]

1 επίκαιρος
2 έγκαιρος
3 κατάλληλος
4 πρόσφορος
5 κατάλληλος στην περίσταση
6 εύθετος
7 καίριος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---