tempestività
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [tempestiviˈta]
1 κατάλληλη περίσταση
2 κατάλληλη στιγμή
3 ευνοὶκή στιγμή
4 επικαιρότητα
5 κατάλληλη ευκαιρία
6 εύθετος χρόνος
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [tempestiviˈta]
1 κατάλληλη περίσταση
2 κατάλληλη στιγμή
3 ευνοὶκή στιγμή
4 επικαιρότητα
5 κατάλληλη ευκαιρία
6 εύθετος χρόνος
permalink
tempestività (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android