ItalianoGreco


zampillìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsampilˈlio]

1 πιδάκισμα
2 ανάβρυσμα
3 τίναγμα
4 αναπήδηση
5 ανάβλυση
6 ανάβρυση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---