ItalianoGreco


zampiróne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dzampiˈrone], [tsampiˈrone]

1 διάταξη καπνίσματος (κρέατος κλπ)
2 τσιγάρο στούκας
3 αυτός που καπνίζει (κρέας κλπ)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---