Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pizzicàre (ρ.αμτβ.) placentàto (αρσ. επίθ και ουσ)
pizzicàre (ρ. μτβ.) placentati (ουσ αρσ πληθ.)
pizzicàta (θηλ.ουσ) placentazióne (θηλ.ουσ)
pizzicàto (αρσ. επίθ και ουσ) plàcet (ουσ αρσ )
pizzicherìa (θηλ.ουσ) placidaménte (επίρ.)
pizzichìno (ουσ αρσ ) placidità (θηλ.ουσ)
pìzzico (ουσ αρσ ) plàcido (επίθ.)
pizzicóre (ουσ αρσ ) plàcito (ουσ αρσ )
pizzicottàre (ρ. μτβ.) placòide (επίθ.)
pizzicòtto (ουσ αρσ ) plafond (ουσ αρσ )
pìzzo (ουσ αρσ ) plafonièra (θηλ.ουσ)
placàbile (επίθ.) plàga (θηλ.ουσ)
placabilità (θηλ.ουσ) plagiàre (ρ. μτβ.)
placàre (ρ. μτβ.) plagiàrio (ουσ αρσ )
placarsi (ρ.μ. (αντων.)) plagiàrio (επίθ.)
plàcca (θηλ.ουσ) plàgio (ουσ αρσ )
placcàggio (ουσ αρσ ) plagioclàsio (ουσ αρσ )
placcàre (ρ. μτβ.) plaid (ουσ αρσ )
placcàto (επίθ.) planàre (επίθ.)
placcatóre (ουσ αρσ ) planàre (ρ.αμτβ.)
placcatùra (θηλ.ουσ) planària (θηλ.ουσ)
placchétta (θηλ.ουσ) planarità (θηλ.ουσ)
placèbo (ουσ αρσ ) planàta (θηλ.ουσ)
placènta (θηλ.ουσ) plància (θηλ.ουσ)
placentàle (ουσ αρσ ) plàncton (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: