Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spianàre (ρ. μτβ.) spiccàre (ρ. μτβ.)
spianarsi (ρ.μ. (αντων.)) spiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
spianàta (θηλ.ουσ) spiccataménte (επίρ.)
spianatóia (θηλ.ουσ) spiccàto (αρσ. επίθ και ουσ)
spianatóio (ουσ αρσ ) spicchiàre (ρ. μτβ.)
spianatóre (ουσ αρσ ) spìcchio (ουσ αρσ )
spianatrìce (θηλ.ουσ) spicciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spianatùra (θηλ.ουσ) spicciàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
spiàno (ουσ αρσ ) spicciatìvo (επίθ.)
spiantàre (ρ. μτβ.) spiccicàre (ρ. μτβ.)
spiantarsi (ρ.μ. (αντων.)) spiccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiantàto (ουσ αρσ ) spiccicàto (επίθ.)
spiantàto (επίθ.) spìccio (επίθ.)
spiàre (ρ. μτβ.) spicciolàme (ουσ αρσ )
spiàta (θηλ.ουσ) spicciolàre (ρ. μτβ.)
spiattellàre (ρ. μτβ.) spicciolàto (επίθ.)
spiattellataménte (επίρ.) spìcciolo (ουσ αρσ )
spiazzàre (ρ. μτβ.) spìcco (ουσ αρσ )
spiazzàta (θηλ.ουσ) spicconàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spiazzàto (επίθ.) spicilègio (ουσ αρσ )
spiàzzo (ουσ αρσ ) spìcola (θηλ.ουσ)
spiccàce (επίθ.) spider (ουσ αρσ και θηλ.)
spiccàgnolo (επίθ.) spidocchiàre (ρ. μτβ.)
spiccànte (επίθ.) spidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiccàre (ρ.αμτβ.) spiedàta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: