Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καθίκης [ουσ αρσ ] καθολίκευση [θηλ.ουσ]
καθίκι [ουσ ουδ.] καθολικεύω {καθολίκευ...
καθίκι! [επιφ.] καθολικισμός [ουσ αρσ ]
καθισιά [θηλ.ουσ] καθολικό [ουσ ουδ.]
καθισιό {χωρ. πληθ... καθολικός [επίθ.]
κάθισμα {καθίσμ-ατ... κα§θο§λι§κό§τα§τος [επίθ.]
καθίσματα [ουσ ουδ πληθ.] κα§θο§λι§κό§τε§ρος [επίθ.]
καθισμένος [επίθ.] καθολικότητα [θηλ.ουσ]
καθίσταμαι (κατέστην) κα§θο§λι§κώ§τα§τος [επίθ.]
καθίστε! [επιφ.] κα§θο§λι§κώ§τε§ρος [επίθ.]
καθιστικό [ουσ ουδ.] καθολοκληρίαν [πρόθ.]
καθιστικός [επίθ.] καθόλου [επίρ.]
καθιστός [επίθ.] καθόλου! [επιφ.]
καθιστώ [-άς, -ά] ... κάθομαι {μτχ. ενεσ...
καθό [επίρ.] καθομιλουμένη [θηλ.ουσ]
καθοδηγημένος [επίθ.] καθομιλούμενος [επίθ.]
καθοδήγηση {-ης κ. -ή... καθομολόγηση {-ης κ. -ή...
καθοδηγητής {καθοδηγητ... καθομολογία [θηλ.ουσ]
καθοδηγήτρια {καθοδηγητ... καθομολογώ {καθομολογ...
καθοδηγούμενος [επίθ.] καθορίζω {καθόρισ-α...
καθοδηγούσα [θηλ.ουσ] καθορίζων [επίθ.]
καθοδηγώ {καθοδηγεί... καθορίσιμος [επίθ.]
καθοδικός [επίθ.] καθορισμένος [επίθ.]
κάθοδος {καθόδ-ου ... καθορισμός [ουσ αρσ ]
καθολικά [επίρ.] καθοριστικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: