ItalianoGreco


adempiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adempiˈmento]

1 τέλεση
2 πραγμάτωση
3 επιτυχία
4 επίτευξη
5 συντέλεση
6 υλοποίηση
7 επιτέλεση
8 εκπλήρωση
9 περάτωση
10 εκτέλεση
11 πραγματοποίηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---