ItalianoGreco


chiariménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kjariˈmento]

1 διασαφήνιση
2 διαφώτιση
3 αποσαφήνιση
4 αποκαθαρισμός
5 ξεκαθάρισμα
6 διασάφηση
7 διαλεύκανση
8 διευκρίνιση
9 εξήγηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z