Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clemàtide  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kleˈmatide]

1 αναρριχητικό φυτό clematis ή viorna
2 αγράμπελη
3 κληματίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cleistogamo clemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

clavicolare (επίθ.)
clavicordo (ουσ αρσ )
claxon (ουσ αρσ )
cleistogamia (θηλ.ουσ)
cleistogamo (επίθ.)
clematide (θηλ.ουσ)
clemente (επίθ.)
clemenza (θηλ.ουσ)
cleptomane (ουσ αρσ και θηλ.)
cleptomane (επίθ.)
cleptomania (θηλ.ουσ)
clericale (ουσ αρσ και θηλ.)
clericale (επίθ.)
clericaleggiare (ρ.αμτβ.)
clericalismo (ουσ αρσ )
clero (ουσ αρσ )
clessidra (θηλ.ουσ)
clic (ονοματ.)
cliccare (ρ.αμτβ.)
cliché (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---