Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clericàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kleriˈkale]

1 παπάς
2 οπαδός παπαδοκρατίας
3 κληρικός
4 ιερέας

clericàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kleriˈkale]

1 υπαλληλικός
2 κληρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cleptomania clericaleggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

clemente (επίθ.)
clemenza (θηλ.ουσ)
cleptomane (ουσ αρσ και θηλ.)
cleptomane (επίθ.)
cleptomania (θηλ.ουσ)
clericale (ουσ αρσ και θηλ.)
clericale (επίθ.)
clericaleggiare (ρ.αμτβ.)
clericalismo (ουσ αρσ )
clero (ουσ αρσ )
clessidra (θηλ.ουσ)
clic (ονοματ.)
cliccare (ρ.αμτβ.)
cliché (ουσ αρσ )
cliente (ουσ αρσ και θηλ.)
clientela (θηλ.ουσ)
clientelismo (ουσ αρσ )
clima (ουσ αρσ )
climaterico (επίθ.)
climaterio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---