Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clericaleggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [klerikaledˈʤare]

είμαι υποστηρικτής του κληρικαλισμού (κληρικοκρατίας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  clericale clericalismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cleptomane (ουσ αρσ και θηλ.)
cleptomane (επίθ.)
cleptomania (θηλ.ουσ)
clericale (ουσ αρσ και θηλ.)
clericale (επίθ.)
clericaleggiare (ρ.αμτβ.)
clericalismo (ουσ αρσ )
clero (ουσ αρσ )
clessidra (θηλ.ουσ)
clic (ονοματ.)
cliccare (ρ.αμτβ.)
cliché (ουσ αρσ )
cliente (ουσ αρσ και θηλ.)
clientela (θηλ.ουσ)
clientelismo (ουσ αρσ )
clima (ουσ αρσ )
climaterico (επίθ.)
climaterio (ουσ αρσ )
climatico (επίθ.)
climatizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---