Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόclericalìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [klerikaˈlizmo] 1 παπαδοκρατία 2 κληρικαλισμός 3 κληρικοκρατία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |