Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόclìnker
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈklinker] 1 παραψημένο τούβλο 2 υλικά διάφορα ψημένα μαζί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |