ItalianoGreco


compàtto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈpatto]

1 πυκνής υφής
2 πυκνός
3 πλεγμένος σφιχτά
4 σφιχτός
5 υπέρτονος
6 ολοπαγής
7 συμπαγής
8 στέρεος
9 στιφρός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---