compèndio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [komˈpɛndjo]
1 συντόμευση
2 περιληπτικό σύγγραμμα
3 απόσταγμα
4 συγκεφαλαίωση
5 περιληπτικό σύγγραμμα
6 σύντμηση
7 συνοπτική έκδοση
8 επιτομή
9 σύνοψη
10 περίληψη
11 σχεδιάγραμμα
12 σύντομη σύνοψη ουσιωδών
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [komˈpɛndjo]
1 συντόμευση
2 περιληπτικό σύγγραμμα
3 απόσταγμα
4 συγκεφαλαίωση
5 περιληπτικό σύγγραμμα
6 σύντμηση
7 συνοπτική έκδοση
8 επιτομή
9 σύνοψη
10 περίληψη
11 σχεδιάγραμμα
12 σύντομη σύνοψη ουσιωδών
permalink
compendio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android