ItalianoGreco


compenetràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kompeneˈtrare]

1 διαποτίζω
2 εμποτίζω
3 διαχύνομαι
4 εισχωρώ
5 διαπερνώ
6 διεισδύω
7 εισδύω

compenetràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kompeneˈtrarsi]

1 συντρίβομαι
2 τσακίζομαι
3 διαποτίζομαι
4 αντιλαμβάνομαι
5 συνειδητοποιώ
6 συναισθάνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---